- περιπταίω
- Α1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῑς πέτραις», Αγαθ.)2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.)3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ4. (κατ' επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πταίω «σκοντάφτω»].
Dictionary of Greek. 2013.